«Έν
αζούλισσα πολλά, περήφανη για τζιείνον
που
να την αγαπήσει τζι’ αντίς αθάνατον νερόν,
ποτίζει
τον κινίνον στον πλούτον αν δικλίσει».
Έτσι περιέγραφε τη
μεγάλη του αγάπη, την ποίηση, ένας από τους σπουδαιότερους λαϊκούς ποιητές ή
ποιητάρηδες της λογοτεχνικής μας ιστορίας και παράδοσης, ο Παύλος Λιασίδης.
Γεννημένος στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου στις 23
Μαρτίου1901
και φοιτώντας μόνο μέχρι την Ε΄ Δημοτικού, τίποτα δεν προμήνυε την πορεία που
θα ακολουθούσε στην ποίηση, ο βοσκός, ο εποχιακός εργάτης και περβολάρης Παύλος
Λιασίδης. Γόνος μιας φτωχής οικογένειας έζησε μέσα σε συνθήκες δυσβάσταχτης
φτώχειας και στέρησης. Ο Παύλος Λιασίδης «γέννημα θρέμμα» της Κυπριακής
αγροτιάς, αφουγκράζεται τις ελπίδες και τα οράματα των ανθρώπων του μόχθου. Όχι
σαν παράξενος συνοδοιπόρος, αλλά σαν άμεσος συμμέτοχος και κοινωνός της
αγροτικής Κύπρου:
«Τρω
το ψουμών πάντα γλυτζιύν, γιατ’ έσιει μέσα κόπους»
«Βοσσιοί
τζιαι περβολάρηδες, ρεσπέρηδες, αρκάτες
εμείς
ζωήν γεμώννουμεν, που την αυκήν τες στράτες...
Ποτττέ
μας εν ηξέρουμεν να παραπονηθούμεν
τζι’
ούλλον τον κόσμον όππαλα στους νόμους μας κρατούμεν..».
Ο απόηχος των
κοινωνικών ανακατατάξεων που συνέβαιναν στην Ευρώπη τις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα, η σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία και οι πολεμικές ιαχές του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου, χάρισαν στον Λιασίδη έναν αμύθητο πλούτο βιωμάτων και
εμπειριών και επηρέασαν έντονα τη ποίηση του. Με έντονη ταξική συνείδηση και ζώντας
την εκμετάλλευση στο πετσί του ο Λιασίδης τοποθετείται με τόλμη στα προβλήματα
της εποχής του μετατρέποντας την ποίηση του πολλές φορές σε πολιτική πράξη. Αυτό
είναι το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται μέσα από τις 13 συλλογές ποιημάτων που
έχει εκδώσει ο ποιητής από το 1928 ως το 1985 και στα 8 θεατρικά έργα που
έγραψε.
Τη ποιητική του
σταδιοδρομία ο Λιασίδης την ξεκίνησε σαν ποιητάρης, κυκλοφορώντας κοντά στο
1920 δύο ποιήματα : το «Ποίημα Ερωτικό» και το «Φόνο στην Αθηαίνου». Δυο
συνηθισμένες φυλλάδες απ’αυτές που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη πολλοί
ποιητάρηδες, για να εξιστορήσουν συμβάντα και γεγονότα της επικαιρότητας (οι ποιητάρηδες την εποχή εκείνη λειτουργούσαν
και σαν«μέσα ενημέρωσης»).
Ορόσημο στην πορεία
του, υπήρξε η συνεργασία του με τη σατυρική εφημερίδα «Καμπάνα» το 1926.Από
την πρώτη του ποιητική συλλογή τα «Τραγούδια του νησιού μου», τον απασχολεί
έντονα το πρόβλημα της φτώχιας, η εξαθλιωμένη ζωή των εργατών και η ανέχεια των
αγροτών. Ασκεί έντονη κριτική κατά του αποικιοκρατικού ζυγού, καταλογίζοντας
του ευθύνες για τα δεινά του τόπου, αλλά η κριτική του στρέφεται κι εναντίον
των ντόπιων εκμεταλλευτών και των ανώτατων κληρικών που συνεργάζονται με τους
Άγγλους κατακτητές.
Ακολουθούν οι
ποιητικές συλλογές του «Τα φκιόρα της
καρκιάς μου» το 1933 και «Η παραλλαή
του τζιαρού» το 1937, όπου πλεονάζουν τα ερωτικά ποιήματα, «Χάραμαν Φου» του
1944, «Γέννημαν Νήλιου» του 1946, «Μπρόεμαν» του 1947, «Εντεκάμιση η Ώρα» του 1950, «Δώδεκα παρά Δέκα» του 1960 και «Να πεθάνει ο χάρος» του 1966, που έχουν
έντονο κοινωνικό-πολιτικό στίγμα, και «Η
Τζύπρος δίχως πούτρα» (1972). Στις συλλογές αυτές, το όραμα του Λιασίδη
είναι καθαρά κοινωνικό, είναι όραμα ελευθερίας από τα δεσμά τόσο της ξένης
σκλαβιάς όσο και της ταξικής καταπίεσης. Η πίστη αυτή και το όραμα του Λιασίδη
για το μέλλον, θρέφεται από τις επαναστατικές αλλαγές που συγκλονίζουν την
υφήλιο, την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών και την ακτινοβολία της
Οκτωβριανής Επανάστασης:
«Αδέρκια που στην κόλαση
κρούζετε νύχτα μέρα,
τζι’ όρομα κακορίζιτζιοι
θωρείτε τη μανιέρα.
Κάμετε λλίην πομονή τζιαι
πάρτε λλίο θάρρος
Τζιαι κόντεψεν πιον ο
τζιαιρός πον να πεθάνει ο χάρος».
Ο Λιασίδης
οραματίζεται τον κόσμο της ισότητας και της δικαιοσύνης, μέσα από τα ποιήματα
που είναι καλέσματα αγώνα. Γράφει για το Κόμμα του, τον «Ύμνο προς το ΑΚΕΛ», εξυμνεί τον Κόκκινο Στρατό και τις κοσμοϊστορικές
του νίκες, θρηνεί για τα βάσανα της Ελλάδας την περίοδο του εμφυλίου,
καταριέται τους δολοφόνους του Νίκου Μπελογιάννη («Πρέπει να κρούσετε») κι εκφράζει τη συμπαράσταση του στους Εβραίους
για τα βάσανα που υφίστανται από τον φασισμό.
Μετά την εισβολή, ο
Λιασίδης γράφει για την προδοσία, την τύχη της πατρίδας μας που παίχτηκε στις
παρτίδες των ιμπεριαλιστών, το ξεριζωμό από το πολυαγαπημένο του χωριό Λύση,
την άλλη του μεγάλη αγάπη που στερήθηκε τις ομορφιές της τα τελευταία χρόνια
της ζωής του.
«Λύση,
χωρκόν μου όμορφον που ‘δα το φως του νήλιου
έτσι
‘ εν να μείνω πάντα μου σκλάβος λαλείς τ’ αντήλιου;
Να
μεν δω πιον τα κάλλη σου; Σιήλιες ιδέες βάλλω
τζιαι
‘που τον νουν μου τίποτες, ούτ’ ώραν εν σε βκάλλω».
Ο Π. Λιασίδης φεύγει από την
αγαπημένη του Λύση, για να βρεθεί στη Λάρνακα στο συνοικισμό Τσιακκιλερό αλλά η
σκέψη του και η ψυχή του έμεινε στην πολυαγαπημένη κωμόπολη της Μεσαορίας.
Μια μέρα κάποιος φίλος του αστειευόμενος του είπε ότι μια χαρά είναι στη
Λάρνακα αφού του έδωσαν σπίτι κλπ. Ο Λιασίδης χωρίς δισταγμό του αποκρίθηκε:
«Νάταν
η Σκάλα μάλιν σου, τζιαι να μου την χαρίσεις
Μάθε
το, εν την άλλασσα, μ’ έναν γουμάν της Λύσης».
Η διπλή συνωμοσία και η καταστροφή του 74, συνταράσσει τις
συνειδήσεις, ανατρέπει παραδοσιακές αντιλήψεις, οδηγεί σε μια βαθύτερη λαϊκή
ενδοσκόπηση. Ποιους νεκρούς θα θρηνήσει ο ποιητής; Κι οι αγνοούμενοι; Η
πατρίδα; Ποιος ξέρει πόσα φοβερά μοιρολόγια δένονταν μέσα του και δεν τολμούσε
να τα ξεστομίσει. Έτσι γεννιέται η πρώτη μεταπολεμική ποιητική του συλλογή «Η Σταυρωμένη Τζιύπρος» 1976. Ακολουθούν
«Νεκατωμένοι αέρηες»1979 «Με το χέρι του Παύλου Λιασίδη»1987
«Ποιητική αλληλογραφία (με Χαράλαμπο Δημοσθένους)»1989. Όλο το έργο του ποιητή
μετά το 1974 χαρακτηρίζεται από τον πόνο της προσφυγιάς και τον πόθο της
επιστροφής αλλά και την προδοσία που οδήγησε στην εισβολή. Προοδευτικός και
διαλεκτικός όπως πάντα αναγνωρίζει το διχασμό που επέφερε ο εθνικισμός και ο
σωβινισμός στην πατρίδα μας:
«Έννεν μια πελλάρα τούτη, που βλαστά σαν τον
αρκάστην;
Αφού ούλλοι π’ όναν γαίμαν επλαστήκαν που τον
πλάστην».
Ο Λιασίδης παρέμεινε πιστός στη κυπριακή διάλεκτο και τον
απασχολούσε έντονα η σωστή της προφορά που θεωρούσε ότι αλλοιωνόταν με το
πέρασμα του χρόνου και την προσπάθεια να κωδικοποιηθεί από την μελέτη της από
διανοούμενους. Θεωρούσε ότι οι «γραμματιζούμενοι» δεν αποδίδουν σωστά την
προφορά και την σημασιολογία της διαλέκτου μας.
«Την αληθινήν συντισιάν της γλώσσα μας μεν
την γυρεύκετε σωστήν που τους
γραμματιζούμενους μας..Να κουβενγκιάσετε
αδρώπους αγράμματους τζιαι τοπακάες για να δείτε τζιαι να θαμμάσετε την αξίαν
της. Με τον τρόπον που την ιγράφουν οι γραμματιζούμενοι μας εν απαγγέλλεται
σωστά...»
Στην ποίηση άρχισε σαν ποιητάρης αλλά αργότερα βγήκε από
την ομαδική τεχνοτροπία των ποιητάρηδων, ανέπτυξε ένα δικό του προσωπικό στιλ
και εξελίχτηκε σε έναν ιδιόρρυθμο τεχνίτη του στίχου και του λόγου και σε
σημαντικό εκπρόσωπο της κυπριακής λαϊκής ιδιωματικής ποίησης. Τόση ήταν η αγάπη
του για την κυπριακή διάλεκτο που σε μια επίσκεψη του ποιητή της Ρωμιοσύνης
Γιάννη Ρίτσου στο σπίτι του σε ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας, ο Λιασίδης του είπε :
«Κύριε Ρίτσο, πρέπει να σου πω πως ξέρω
ότι είσαι μεγάλος ποιητής, αλλά εν δκιεβάζω τα ποιήματά σου γιατί φοούμαι άμπα
τζαι ξιχάσω τη γλώσσα μου που την ομορκιάν τους».
Ο Παύλος Λιασίδης, εκτός από το ποιητικό, διέθετε κι’ ένα
σπάνιο μουσικό ταλέντο. Ήταν δεξιοτέχνης στο πιθκιαύλι και στο λαούτο και
άριστος τραγουδιστής του μανέ. Τόσο τα ταξίμια του στο πιθκιαύλι, όσο και οι
αυτοσχεδιασμοί των μανέδων που τραγουδούσε, έδειχναν πόσο σίγουρα το ένστικτο
του τον οδηγούσε, μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της μουσικής μας παράδοσης. Τη
μουσικότητα του αυτή ο Λιασίδης τη διοχέτευε άπλετη και μέσα στους στίχους του.
Οι στίχοι του Λιασίδη είναι γεμάτοι από ρυθμό και μουσική και η μελοποίηση τους
στη συνέχεια από τον Κωστή Κωστέα και το συγκρότημα ΣΥΚΑΛΥ ήταν μια φυσιολογική
εξέλιξη. Ο δίσκος «Ομορφη Κύπρος» του συγκροτήματος, που δημιούργησαν μαζί με
το Παύλο Λιασίδη κατέχει ακόμα ρεκόρ πωλήσεων για τα κυπριακά δεδομένα ανάμεσα
σε αυτό το είδος της μουσικής. Το έργο του ποιητή εκτείνεται και στη συγγραφή
θεατρικών έργων κάποια από τα οποία αποσπούν και βραβεία : «Η αγάπη νικητής» (1935) «Δκυο ττεμπέληες» (παιδικό) (1946), «Το θάμμαν» (Β' Βραβείο ΡΙΚ) (1968). «Αλαβροστοισιώτης» (Α' Βραβείο ΡΙΚ), «Ο μονογιός»(1982), «Αϊ Βασίλης» (παιδικό), «Το δράμα της ζωής μου», «Ο σουξουλιάρης».
Φιγούρα αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο από αυτές που δεν
συναντάμε πια στα σοκάκια και στις γειτονιές μας, με ένα χαρακτηριστικό
περπάτημα για όσους τον γνώριζαν
περιποιημένος με το στιφτό μουστάκι του ο Παύλος Λιασίδης τριγυρνά πλέον
στα αγαπημένα δρομάκια της Λύσης συνθέτοντας δίστιχα και τετράστιχα, ποίηματα
και τσιαττιστά εξιστορώντας τα βιώματα και τις θύμισες από μια Κύπρο του παλιού
καιρού, μια Κύπρο που δυστυχώς μόνο μέσα από τα ποιήματα του ζει… Για το Πάυλο
Λιασίδη ο «χάρος πέθανε» και μας άφησε ένα σπουδαίο ποιητή, ίσως το σπουδαιότερο
λαϊκό ποιητή του 20ου αιώνα. Η πολιτεία εκτιμώντας το έργο του τον
βραβεύει το 1975 με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Ελληνική Κυπριακή
Λογοτεχνία. Όλες οι ποιητικές συλλογές έχουν συμπεριληφθεί σε δίτομη έκδοση του
Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών με τίτλο "Παύλου Λιασίδη Άπαντα"
(2003). Επίσης, πριν λίγα χρόνια το σπίτι όπου διέμενε ο ποιητής στο
Τσιακκιλερό έχει μετατραπεί μετά από αρωγή της κυβέρνησης σε πολιτιστικό
κέντρο.
«Έχω κορμίν πολλά παλιόν, μα νουν του νέου
κόσμου,
στες
τρεις σιηλιάες τζι αν πλαστείς, είσαι σανότζιαιρός μου!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου